- άκριτος
- (I)-η, -ο (Α ἄκριτος, -ον)1. αυτός που δεν έχει κρίση, δεν κρίνει ή δεν μπορεί να κρίνει κάτι2. (για λόγους ή πράξεις) αλόγιστος, απερίσκεπτος, επιπόλαιος3. (για πρόσωπα και υποθέσεις) αυτός που δεν πέρασε από δίκη, δεν κρίθηκε, αδίκαστος, αδοκίμαστοςαρχ.1. αυτός που δεν διακρίνεται, δεν ξεχωρίζεται εύκολα, συγκεχυμένος, ασυνάρτητος2. ο μη διακεκριμένος, κοινός, συνηθισμένος3. συνεχής, αδιάλειπτος, ασταμάτητος4. άπειρος, αναρίθμητος5. αυτός που δεν πήρε οριστική τροπή, αμφίβολος, αβέβαιος, απρόβλεπτος6. αυτός που δεν υπόκειται σε κριτή, ο ανεξέλεγκτος7. αυτός που δεν δίνει διευκρινίσεις, δεν ερμηνεύει κάτι8. (για τη μοίρα) αυτός που δεν κάνει διάκριση9. (το ουδ. ως επίρρ.) ἄκριτονσυνεχώς, αδιάκοπα10. φρ. «πυρετὸς ἄκριτος» — πυρετός που δεν έφθασε ακόμα στο κρίσιμο σημείο, που δεν κορυφώθηκε. ([ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κριτὸς < κρίνω.ΠΑΡ. ακρισίααρχ.ἀκριτί.ΣΥΝΘ. ακριτόμυθοςαρχ.ἀκριτόβουλος, ἀκριτόδακρυς, ἀκριτόφυλλος, ἀκριτόφυλος, ἀκριτόφυρτος, ἀκριτόχειρος(μσν). ἀκριτόφωνοιμσν.- νεοελλ.ακριτοεπήςνεοελλ.ακριτολόγος].————————(II)-η, -ο1. ο αμίλητος2. ο λιγόλογος3. απερίγραπτος, άφθαστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνω «μιλώ» (πρβλ. κρένω)].
Dictionary of Greek. 2013.